Σκέφτηκες άραγε ποτές
σ’ ένα σταθμό, σ’ ένα εξπρές
πόσοι καημοί, πόσες χαρές
πόσες λαχτάρες.
Ένας πηγαίνει σε γιορτή
άλλος την πίκρα πάει να βρει
και οι τουρίστες στη γραμμή
με τις κιθάρες.
Είδες οι έρημοι σταθμοί
πώς σου ματώνουν την ψυχή
όταν απάνω στη γραμμή
πέφτει το βράδυ.
Ζούνε μονάχα μια στιγμή
ένα φανάρι, μια στολή
κι ύστερα πάλι η σιωπή
και το σκοτάδι.
Σκέφτηκες άραγε ποτές
όλες αυτές τις διαδρομές
σε ποιο σταθμό ήσουνα χθες
σε ποιο βαγόνι.
Σ’ ένα εξπρές είσαι κι εσύ
που τρέχει πάνω στη ζωή
κι όλο μαζεύει η γραμμή
όλο τελειώνει.
|
Skéftikes árage potés
s’ éna stathmó, s’ éna eksprés
pósi kaimi, póses charés
póses lachtáres.
Έnas pigeni se giortí
állos tin píkra pái na vri
ke i turístes sti grammí
me tis kitháres.
Ides i érimi stathmi
pós su matónun tin psichí
ótan apáno sti grammí
péfti to vrádi.
Zune monácha mia stigmí
éna fanári, mia stolí
ki ístera páli i siopí
ke to skotádi.
Skéftikes árage potés
óles aftés tis diadromés
se pio stathmó ísuna chthes
se pio vagóni.
S’ éna eksprés ise ki esí
pu tréchi páno sti zoí
ki ólo mazevi i grammí
ólo telióni.
|