Όλα τα ξερά ποτάμια θα γεμίσουν με νερά
από δάκρυα δικά μου που θα τρέχουνε θολά,
σαν μου φύγεις και σε χάσω και μου πάρεις τη χαρά.
Πόνεσα να σ’ αποκτήσω και υπόφερα πολύ,
και γι’ αντάλλαγμα μου δίνεις του Ιούδα το φιλί,
έτσι είν’ αυτός ο κόσμος, ν’ αδικούνται οι καλοί.
Όλα τα ξερά ποτάμια θα γεμίσουν με νερά
από δάκρυα δικά μου που θα τρέχουνε θολά,
σαν μου φύγεις και σε χάσω και μου πάρεις τη χαρά.
Αν τα χείλη σου μου λέγαν ένα “όχι” απ’ την αρχή
θα `χα τώρα συνηθίσει το φαρμάκι στην ψυχή,
τώρα όμως που μου φεύγεις, αχ!, πώς θα κλείσω την πληγή.
Όλα τα ξερά ποτάμια θα γεμίσουν με νερά
από δάκρυα δικά μου που θα τρέχουνε θολά,
σαν μου φύγεις και σε χάσω και μου πάρεις τη χαρά,
και μου πάρεις τη χαρά, και μου πάρεις τη χαρά.
|
Όla ta kserá potámia tha gemísun me nerá
apó dákria diká mu pu tha tréchune tholá,
san mu fígis ke se cháso ke mu páris ti chará.
Pónesa na s’ apoktíso ke ipófera polí,
ke gi’ antállagma mu dínis tu Iuda to filí,
étsi in’ aftós o kósmos, n’ adikunte i kali.
Όla ta kserá potámia tha gemísun me nerá
apó dákria diká mu pu tha tréchune tholá,
san mu fígis ke se cháso ke mu páris ti chará.
An ta chili su mu légan éna “óchi” ap’ tin archí
tha `cha tóra sinithísi to farmáki stin psichí,
tóra ómos pu mu fevgis, ach!, pós tha kliso tin pligí.
Όla ta kserá potámia tha gemísun me nerá
apó dákria diká mu pu tha tréchune tholá,
san mu fígis ke se cháso ke mu páris ti chará,
ke mu páris ti chará, ke mu páris ti chará.
|