Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι
πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντέλη βοριά
Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο
κι όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό γλυκό ψωμί
Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους
και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή
τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους
πέφταμε φωνάζοντας κάτω οι Γερμανοί
Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο
κι όλα μοιάζαν ουρανός και πικρό πικρό ψωμί
Τάχα τι να ζήλεψαν στα χλωμά σου μάτια
που γιομαν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή
ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια
κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή
Κι όλα γίναν κεραυνός πελαγίσια αρμύρα
κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό πικρό ψωμί
|
To apomesímero émiaze na stéki
san amáksi gériko stin aniforiá
káthe apomesímero sto palió mas stéki
píso ap’ to magériko tu Ntéli voriá
Ki óla miázan uranós ke psomí spitísio
ki óla miázan uranós ke glikó glikó psomí
Gnórizes ta vímata ksékrina tus íchus
ke fotiés anávame me svistí foní
tis vradiés sinthímata gráfame stus tichus
péftame fonázontas káto i Germani
Ki óla miázan uranós ke psomí spitísio
ki óla miázan uranós ke pikró pikró psomí
Tácha ti na zílepsan sta chlomá su mátia
pu gioman t’ apóvrado glíka priní
írthan ke vasílepsan ta vathiá su mátia
kápio Savvatóvrado stin Kesarianí
Ki óla ginan keravnós pelagisia armíra
ki óla ginan keravnós ke pikró pikró psomí
|