Στον Αλλάχ που πιστεύεις
πως τ’ αντέχεις αυτά;
Πως μπορείς και λατρεύεις
μοναχά τα λεφτά;
Και τι πας να προφτάσεις
τι κορνάρεις, γιατί,
λες και πρώτος θα φτάσεις
στ’ ουρανού το γιαπί;
Αυτά που χτίζουν οι ψυχές
που ξέρουν ν’ αγαπάνε
οι πονηροί χρηματιστές
ποτέ δεν τα πουλάνε.
Στ’ όνομα του Σάι μπάμπα
πού είναι λέει ο Θεός,
σβήσε λίγο τη λάμπα
για ν’ ανάψει το φως.
Γιατί τρέχεις συνέχεια
κι η καρδιά σου αχινός;
Η χειρότερη ανέχεια
είναι να ‘σαι φτηνός.
Αυτά που χτίζουν οι ψυχές
που ξέρουν ν’ αγαπάνε
οι πονηροί χρηματιστές
ποτέ δεν τα πουλάνε.
|
Ston Allách pu pistevis
pos t’ antéchis aftá;
Pos boris ke latrevis
monachá ta leftá;
Ke ti pas na proftásis
ti kornáris, giatí,
les ke prótos tha ftásis
st’ uranu to giapí;
Aftá pu chtízun i psichés
pu ksérun n’ agapáne
i poniri chrimatistés
poté den ta puláne.
St’ ónoma tu Sái bába
pu ine léi o Theós,
svíse lígo ti lába
gia n’ anápsi to fos.
Giatí tréchis sinéchia
ki i kardiá su achinós;
I chiróteri anéchia
ine na ‘se ftinós.
Aftá pu chtízun i psichés
pu ksérun n’ agapáne
i poniri chrimatistés
poté den ta puláne.
|