Θα πάρω μια οδοντόβουρτσα και τ’ άσπρο νυχτικό μου
κι αφού περάσω τον ισθμό θα εξαφανιστώ.
Και θα κοπεί η ανάσα σου όπως στα έργα τρόμου
που θα με χάσεις ξαφνικά και θα σου χρειαστώ.
Θα φύγω κι ό,τι θέλει ας γίνει
μα ό,τι γράφτηκε, δε σβήνει.
Και κάποιο βράδυ σκοτεινό που θα `χεις βρει το λάθος,
με όλη μου τη δύναμη θ’ αυτοσυγκεντρωθώ.
Σαν αστραπή θα τιναχτώ απ’ το παλιό μου πάθος,
σαν Αφροδίτη, σαν θεά σωστή θ’ αναδυθώ.
Κι όποιος το δει αυτό θα μείνει,
γιατί δεν έχει ξαναγίνει.
Την άλλη μέρα με παλτό και με γυαλιά ηλίου
θα με γνωρίσεις μόνο εσύ καθώς θα σταματώ
σ’ ένα περίπτερο στην Πανεπιστημίου,
να πάρω τα τσιγάρα μου κι ένα περιοδικό.
Αγγελουδάκι θα `χω γίνει
και η κακία θα σου μείνει.
|
Tha páro mia odontóvurtsa ke t’ áspro nichtikó mu
ki afu peráso ton isthmó tha eksafanistó.
Ke tha kopi i anása su ópos sta érga trómu
pu tha me chásis ksafniká ke tha su chriastó.
Tha fígo ki ó,ti théli as gini
ma ó,ti gráftike, de svíni.
Ke kápio vrádi skotinó pu tha `chis vri to láthos,
me óli mu ti dínami th’ aftosigkentrothó.
San astrapí tha tinachtó ap’ to palió mu páthos,
san Afrodíti, san theá sostí th’ anadithó.
Ki ópios to di aftó tha mini,
giatí den échi ksanagini.
Tin álli méra me paltó ke me gialiá ilíu
tha me gnorísis móno esí kathós tha stamató
s’ éna períptero stin Panepistimíu,
na páro ta tsigára mu ki éna periodikó.
Angeludáki tha `cho gini
ke i kakía tha su mini.
|