Μ’ αγκάλιαζες και έλαμπε ο ήλιος μες στο σπίτι μας
και η άνοιξη μεθούσε απ το γλυκό χαμόγελό σου
μα ζήλεψε η νύχτα και η καρδιά σου δρόμο άλλαξε
και το όνειρό μας ράγισε, μέσα σε ένα λεπτό
Σαν βομβαρδισμένη πολιτεία, τώρα είμαι εγώ
που έχασε τα πάντα σε μια νύχτα
δίχως πόλεμο
Σαν βομβαρδισμένη πολιτεία, τώρα είμαι εγώ
που έχασε τα πάντα σε μια νύχτα
δίχως πόλεμο
Κι απόψε από νωρίς θα κλείσω πόρτες και παράθυρα
και η νύχτα θα με βρει πάλι με σένα να μιλάω
πως είναι δυνατόν να σ’ αγαπώ τόσο παράφορα
να είσαι σ άλλη αγκαλιά, και πάντα να’σαι εδώ
Σαν βομβαρδισμένη πολιτεία, τώρα είμαι εγώ
που έχασε τα πάντα σε μια νύχτα
δίχως πόλεμο
Σαν βομβαρδισμένη πολιτεία, τώρα είμαι εγώ
που έχασε τα πάντα σε μια νύχτα
δίχως πόλεμο
|
M’ agkáliazes ke élabe o ílios mes sto spíti mas
ke i ániksi methuse ap to glikó chamógeló su
ma zílepse i níchta ke i kardiá su drómo állakse
ke to óniró mas rágise, mésa se éna leptó
San vomvardisméni politia, tóra ime egó
pu échase ta pánta se mia níchta
díchos pólemo
San vomvardisméni politia, tóra ime egó
pu échase ta pánta se mia níchta
díchos pólemo
Ki apópse apó norís tha kliso pórtes ke paráthira
ke i níchta tha me vri páli me séna na miláo
pos ine dinatón na s’ agapó tóso paráfora
na ise s álli agkaliá, ke pánta na’se edó
San vomvardisméni politia, tóra ime egó
pu échase ta pánta se mia níchta
díchos pólemo
San vomvardisméni politia, tóra ime egó
pu échase ta pánta se mia níchta
díchos pólemo
|