Βραδάκι καταχείμωνο ζεστό
γυρίζαμε μονάχοι μας απ’ έξω,
τίποτα δε μας άρεσε, με λάθος υλικό
χτίζουνε τη ζωή μας οι απ’έξω.
Τραγούδι κατακόκκινο γλυκό
βουίζει στο κρεβάτι σου επάνω,
εσύ κοιμάσαι πλάι μου κι εγώ που σε κοιτώ
ταξίδι στο κορμάκι σου θα κάνω.
Κι ενώ η ώρα πέρασε και έφυγες μακριά
στου ύπνου θα ‘σαι τώρα την αχόρταγη αγκάλη,
σε βλέπω να γελάς σε βλέπω να μου γελάς
στ ’ όνειρό σου να μπω μια στιγμή να σε πάρω και πάλι
Και μοιάζει η εικόνα σου θαμπή
η ανάσα σου αρχίζει και βαραίνει,
το φως της τηλεόρασης σε κάνει πιο μαγική
το τσιγάρο τελειώνει, η νύχτα σε κερδίζει, σε παίρνει.
Κι ενώ η ώρα πέρασε και έφυγες μακριά
στου ύπνου θα ‘σαι τώρα την αχόρταγη αγκάλη,
σε βλέπω να γελάς σε βλέπω να μου γελάς
στ ’ όνειρό σου να μπω μια στιγμή να σε πάρω και πάλι
|
Oradáki katachimono zestó
girízame monáchi mas ap’ ékso,
típota de mas árese, me láthos ilikó
chtízune ti zoí mas i ap’ékso.
Tragudi katakókkino glikó
vuízi sto kreváti su epáno,
esí kimáse plái mu ki egó pu se kitó
taksídi sto kormáki su tha káno.
Ki enó i óra pérase ke éfiges makriá
stu ípnu tha ‘se tóra tin achórtagi agkáli,
se vlépo na gelás se vlépo na mu gelás
st ’ óniró su na bo mia stigmí na se páro ke páli
Ke miázi i ikóna su thabí
i anása su archízi ke vareni,
to fos tis tileórasis se káni pio magikí
to tsigáro telióni, i níchta se kerdízi, se perni.
Ki enó i óra pérase ke éfiges makriá
stu ípnu tha ‘se tóra tin achórtagi agkáli,
se vlépo na gelás se vlépo na mu gelás
st ’ óniró su na bo mia stigmí na se páro ke páli
|