Βραδιάζει, ομίχλη έρχεται,
πάνω στο τζάμι τ’ όνομά σου θα χαράξω.
Σταλάζει, η μπόρα έρχεται.
Που να βρω δύναμη βοήθεια να φωνάξω;
Σε νοσταλγώ, σαν μια ανάμνηση παλιά σε νοσταλγώ,
είσαι το όνειρο που έγινε κομμάτια.
Σε νοσταλγώ σαν τη γλυκιά την Παναγιά,
είσαι το δάκρυ που πλημμύρισε τα μάτια.
Σε νοσταλγώ, σε νοσταλγώ.
Χαλάζι στο τζάμι φαίνεται,
σ’ αυτόν τον φόβο δεν μπορώ πια να βαστάξω.
Βραδιάζει, εσύ πού βρίσκεσαι;
Να ’ρθεις κοντά μου λαχταρώ να σου φωνάξω.
Σε νοσταλγώ, σαν μια ανάμνηση παλιά σε νοσταλγώ,
είσαι το όνειρο που έγινε κομμάτια.
Σε νοσταλγώ σαν τη γλυκιά την Παναγιά,
είσαι το δάκρυ που πλημμύρισε τα μάτια.
Σε νοσταλγώ, σε νοσταλγώ.
|
Oradiázi, omíchli érchete,
páno sto tzámi t’ ónomá su tha charákso.
Stalázi, i bóra érchete.
Pu na vro dínami voíthia na fonákso;
Se nostalgó, san mia anámnisi paliá se nostalgó,
ise to óniro pu égine kommátia.
Se nostalgó san ti glikiá tin Panagiá,
ise to dákri pu plimmírise ta mátia.
Se nostalgó, se nostalgó.
Chalázi sto tzámi fenete,
s’ aftón ton fóvo den boró pia na vastákso.
Oradiázi, esí pu vrískese;
Na ’rthis kontá mu lachtaró na su fonákso.
Se nostalgó, san mia anámnisi paliá se nostalgó,
ise to óniro pu égine kommátia.
Se nostalgó san ti glikiá tin Panagiá,
ise to dákri pu plimmírise ta mátia.
Se nostalgó, se nostalgó.
|