Στην παρά πάνω ρούγα
στη στράτα την πλατιά
είχες αητού φτερούγα
και γερακιού ματιά.
Μα κάποια νύχτα η μπόρα
σου πήρε τα κουπιά,
πού να κοιμάσαι τώρα
και δε γυρίζεις πια;
Σε πελαγίσιο μνήμα
χαράζω το σταυρό,
θα τραγουδάει το κύμα
κι εγώ θα καρτερώ.
Ψηλό μου κυπαρίσσι
ποτάμι δροσερό,
στης λησμονιάς τη βρύση
δε χόρτασα νερό.
Και κάθε αυγή στη ρούγα
στη στράτα την πλατιά,
ψάχνω για αητού φτερούγα
και γερακιού ματιά.
Σε πελαγίσιο μνήμα
χαράζω το σταυρό,
θα τραγουδάει το κύμα
κι εγώ θα καρτερώ.
|
Stin pará páno ruga
sti stráta tin platiá
iches aitu fteruga
ke gerakiu matiá.
Ma kápia níchta i bóra
su píre ta kupiá,
pu na kimáse tóra
ke de girízis pia;
Se pelagisio mníma
charázo to stavró,
tha tragudái to kíma
ki egó tha karteró.
Psiló mu kiparíssi
potámi droseró,
stis lismoniás ti vrísi
de chórtasa neró.
Ke káthe avgí sti ruga
sti stráta tin platiá,
psáchno gia aitu fteruga
ke gerakiu matiá.
Se pelagisio mníma
charázo to stavró,
tha tragudái to kíma
ki egó tha karteró.
|