Φυσάει αγέρας και με πάει
πιο πέρα απ’ τα σύννεφα
πιο πέρα απ’ τη θάλασσα
καβάλα στα ανήμερα
τα όνειρά μου.
Ποιος θα βρεθεί, ποιος θα μου πει
αυτό που λαχταρώ πολύ
αυτό τ’ αθάνατο φιλί
που θα γιατρέψει, ποιος θα βρει,
τα σωθικά μου.
Και να που γυρίζω μονάχος τα βράδια
και να που γυρνώ σαν τρελός στα σκοτάδια
και να που σε ψάχνω, σε ψάχνω, σε ψάχνω.
Οι αγάπες σαπιοκάραβα
οι έρωτές μου πειρατές
ξεθωριασμένοι απ’ το χτες
μοιάζουν αγιάτρευτες πληγές
στα σωθικά μου.
Φυσάει αγέρας και με πάει
πιο πέρα απ’ τα σύννεφα
πιο πέρα απ’ τη θάλασσα
καβάλα στα ανήμερα
τα όνειρά μου.
Και να που γυρίζω μονάχος τα βράδια
και να που γυρνώ σαν τρελός στα σκοτάδια
και να που σε ψάχνω, σε ψάχνω, σε ψάχνω.
|
Fisái agéras ke me pái
pio péra ap’ ta sínnefa
pio péra ap’ ti thálassa
kavála sta anímera
ta ónirá mu.
Pios tha vrethi, pios tha mu pi
aftó pu lachtaró polí
aftó t’ athánato filí
pu tha giatrépsi, pios tha vri,
ta sothiká mu.
Ke na pu girízo monáchos ta vrádia
ke na pu girnó san trelós sta skotádia
ke na pu se psáchno, se psáchno, se psáchno.
I agápes sapiokárava
i érotés mu piratés
ksethoriasméni ap’ to chtes
miázun agiátreftes pligés
sta sothiká mu.
Fisái agéras ke me pái
pio péra ap’ ta sínnefa
pio péra ap’ ti thálassa
kavála sta anímera
ta ónirá mu.
Ke na pu girízo monáchos ta vrádia
ke na pu girnó san trelós sta skotádia
ke na pu se psáchno, se psáchno, se psáchno.
|