Σε τόπο άγονο, ξερό
και στην καυτή την πέτρα
ξέπεσε ο σπόρος μου εδώ
και φύτρωσα χωρίς νερό
σε τόπο ξένο και κλειστό
και στην καυτή την πέτρα
Απόκληρος να τριγυρνώ
ζητώντας καταφύγι
με βρήκαν βάσανα σωρό
μα κουβαλούσα το σταυρό
εξόριστος στον κόσμο αυτό
ζητώντας καταφύγι
Κουράστηκα ν’ αναζητώ
παράδεισου λημέρι
η τύχη μ’ έριξε εδώ
να βλαστημάω τον καιρό
μα μες στον πόνο συναντώ
παράδεισου λημέρι
|
Se tópo ágono, kseró
ke stin kaftí tin pétra
ksépese o spóros mu edó
ke fítrosa chorís neró
se tópo kséno ke klistó
ke stin kaftí tin pétra
Apókliros na trigirnó
zitóntas katafígi
me vríkan vásana soró
ma kuvalusa to stavró
eksóristos ston kósmo aftó
zitóntas katafígi
Kurástika n’ anazitó
parádisu liméri
i tíchi m’ érikse edó
na vlastimáo ton keró
ma mes ston póno sinantó
parádisu liméri
|