Σήμερον που σ’ αντίκρυσα
τζι είδα την ζωγραφκιάν σου,
την τόλμην σου φαντάστηκα
τζιαι την παλικαρκάν σου.
Να μεν σε πιάσουν ζωντανόν
τζι ας ήταν όπως τύχει,
αφού για την Πατρίδα μας
το γαίμα σου εχύθην.
Ξύπνα Γληόρη μου να δεις
που κόντεψεν η Νίκη,
τζι εσέναν βάλλουσιν μπροστά
γιατί σ’ εσέν’ ανήκει.
Μια μάνα τέτοιου ήρωα
εν προσβολή να κλάψει,
προσβάλλει τον λεβέντη της,
τζιείνον που θ’ απολάψει.
Χαλάλιν της Πατρίδος μου
ο γιος μου, η ζωή μου,
τζι αφού εν επαραδόθηκεν
τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν
ας έσιει την ευτζήν μου.
|
Símeron pu s’ antíkrisa
tzi ida tin zografkián su,
tin tólmin su fantástika
tzie tin palikarkán su.
Na men se piásun zontanón
tzi as ítan ópos tíchi,
afu gia tin Patrída mas
to gema su echíthin.
Ksípna Glióri mu na dis
pu kóntepsen i Níki,
tzi esénan vállusin brostá
giatí s’ esén’ aníki.
Mia mána tétiu íroa
en prosvolí na klápsi,
prosválli ton levénti tis,
tziinon pu th’ apolápsi.
Chalálin tis Patrídos mu
o gios mu, i zoí mu,
tzi afu en eparadóthiken
tzi éminen tzi eskotóthiken
as ésii tin eftzín mu.
|