Όταν πήγαινε στην βρύση
το σταμνί της να γιομίσει
με καμάρι το κρατούσε
και με χάρη περπατούσε.
Είχε γίνει μπιρμπιλιά
κι ένα στόμα για φιλιά
κι όλοι οι νιοι που την κοιτάζαν
τρέχανε και την πειράζαν.
“Δέσπω, Δέσπω, Δέσπω το σταμνί σου,
Δέσπω, Δέσπω, το σταμνί σου
κράτησέ το πιο καλά,
μη σου πέσει από το χέρι
κι αν θα σπάσει δεν κολλά.
Μη σου πέσει από το χέρι
γιατί αν σπάσει δεν κολλά”.
Γέροι, νιοι γι’ αυτήν διψούσαν
και τρελά την λαχταρούσαν
κι είχανε κρυφά μεράκια
για της Δέσπως τα χειλάκια.
Κι όσο έριχνε ματιές
τόσο άναβε φωτιές
κι έτσι όλοι διψασμένοι
της φωνάζαν οι καημένοι:
“Δέσπω, Δέσπω, Δέσπω το σταμνί σου,
Δέσπω, Δέσπω, το σταμνί σου
κράτησέ το πιο καλά,
μη σου πέσει από το χέρι
γιατί αν σπάσει δεν κολλά.
Μη σου πέσει από το χέρι
γιατί αν σπάσει δεν κολλά.
|
Όtan pígene stin vrísi
to stamní tis na giomísi
me kamári to kratuse
ke me chári perpatuse.
Iche gini birbiliá
ki éna stóma gia filiá
ki óli i nii pu tin kitázan
tréchane ke tin pirázan.
“Déspo, Déspo, Déspo to stamní su,
Déspo, Déspo, to stamní su
krátisé to pio kalá,
mi su pési apó to chéri
ki an tha spási den kollá.
Mi su pési apó to chéri
giatí an spási den kollá”.
Geri, nii gi’ aftín dipsusan
ke trelá tin lachtarusan
ki ichane krifá merákia
gia tis Déspos ta chilákia.
Ki óso érichne matiés
tóso ánave fotiés
ki étsi óli dipsasméni
tis fonázan i kaiméni:
“Déspo, Déspo, Déspo to stamní su,
Déspo, Déspo, to stamní su
krátisé to pio kalá,
mi su pési apó to chéri
giatí an spási den kollá.
Mi su pési apó to chéri
giatí an spási den kollá.
|