Είμαι μια μαύρη σκιά που τριγυρνάει τα βράδια.
Φορώ μια μάσκα υγρή και δε με βλέπει κανείς.
Έχω συχνά ακεφιά κι είναι τα μάτια μου άδεια
και μια ταμπέλα στην πλάτη ’ζητείται Πατρίς’.
Έχω ένα όπλο μικρό και δυο ολόχρυσες σφαίρες.
Ντύνομαι πάντα σχεδόν με τη μεγάλη στολή.
κλείνω το μάτι στο χρόνο και του κλέβω τις μέρες
και δεν ξεχνάω ποτέ την ενδέκατη εντολή.
Φτιάχνω αράχνης ιστό,
μαύρη σημαία κρατώ.
Μοιάζω με σπίτι κλειστό,
σαν φυλακή.
Είμαι καρύδι σκληρό και εξηγιέμαι στα ίσα.
Γνωρίζω κόλπα φτηνά αν χρειαστεί να κρυφτείς.
Ξέρω το αν και το πότε θα κάνω τη “νήσσα”
κι ακούω φωνές που μου λεν πως “τελειώνει η ελπίς”.
Έχω κεραίες στητές γι’ αυτό και βλέπω τα πάντα.
Είμαι συνήθως μπροστά όταν συμβεί το κακό.
Άλλες φορές αντιδρώ και άλλες κάνω στην μπάντα,
γι’ αυτό και τα ‘χω καλά με το μισό μου εαυτό.
Φτιάχνω αράχνης ιστό,
μαύρη σημαία κρατώ.
Μοιάζω με σπίτι κλειστό,
σαν φυλακή.
|
Ime mia mavri skiá pu trigirnái ta vrádia.
Foró mia máska igrí ke de me vlépi kanis.
Έcho sichná akefiá ki ine ta mátia mu ádia
ke mia tabéla stin pláti ’zitite Patrís’.
Έcho éna óplo mikró ke dio olóchrises sferes.
Ntínome pánta schedón me ti megáli stolí.
klino to máti sto chróno ke tu klévo tis méres
ke den ksechnáo poté tin endékati entolí.
Ftiáchno aráchnis istó,
mavri simea krató.
Miázo me spíti klistó,
san filakí.
Ime karídi skliró ke eksigiéme sta ísa.
Gnorízo kólpa ftiná an chriasti na kriftis.
Kséro to an ke to póte tha káno ti “níssa”
ki akuo fonés pu mu len pos “telióni i elpís”.
Έcho kerees stités gi’ aftó ke vlépo ta pánta.
Ime siníthos brostá ótan simvi to kakó.
Άlles forés antidró ke álles káno stin bánta,
gi’ aftó ke ta ‘cho kalá me to misó mu eaftó.
Ftiáchno aráchnis istó,
mavri simea krató.
Miázo me spíti klistó,
san filakí.
|