Στην άκρη στο γιαλό,
γιαλό, στο περιγιάλι,
ψάρια ψάρευε η Ξανθή
κι ήταν σαν ανθός π’ ανθεί.
Εψάρευε αστακούς,
εψάρευε λαρδάκια
κι όπως έσκυβε η Ξανθή,
ήταν σαν ανθός π’ ανθεί.
Στ’ αγκίστρι της τσιμπά,
μπαρμπούνι με μουστάκια
κι ήταν όμορφη η Ξανθή,
έτσι σαν ανθός π’ ανθεί.
Την είδαν στο γιαλό
και νιοι και γεροντάκια
κι είπαν μοιάζει η Ξανθή
τριαντάφυλλο π’ ανθεί.
|
Stin ákri sto gialó,
gialó, sto perigiáli,
psária psáreve i Ksanthí
ki ítan san anthós p’ anthi.
Epsáreve astakus,
epsáreve lardákia
ki ópos éskive i Ksanthí,
ítan san anthós p’ anthi.
St’ agkístri tis tsibá,
barbuni me mustákia
ki ítan ómorfi i Ksanthí,
étsi san anthós p’ anthi.
Tin idan sto gialó
ke nii ke gerontákia
ki ipan miázi i Ksanthí
triantáfillo p’ anthi.
|