Σβήνουν τα φώτα και το φεγγάρι βιάζεται
είμαι κοντά σου, πρόσχημα δε χρειάζεται
μια ιστορία που επαναλαμβάνεται
μοιάζω με κλέφτη που από τη μύτη πιάνεται
Αδυνατώ να βρω επιχειρήματα
μια σιγουριά για τα δικά σου αισθήματα
ποια δύναμη μου ασκεί τέτοια επίδραση
κι εσύ να πίνεις, χωρίς καμιά αντίδραση
Να μη με βρει στη θλίψη το ξημέρωμα
είπα να φύγω κι ας θεωρηθεί ξενέρωμα
μα δε μ’ αφήνεις κι εγώ κοντά σου άραξα
κι η κολοκύθα έγινε πάλι άμαξα
Ανατροπές στα κοσμοθεωρήματα
που δεν υπάρχουν θύτες ούτε θύματα
είμαστε αθώοι γιατί ερωτευτήκαμε
και στο μπαράκι τη λύτρωσή μας βρήκαμε
Ήταν η ώρα που ένα φεγγάρι αλήτευε
και στο χειμώνα κανείς πια δεν πίστευε
ήταν η ώρα που η μουσική δυνάμωνε
και η ματιά σου τον έρωτα αντάμωνε
|
Svínun ta fóta ke to fengári viázete
ime kontá su, próschima de chriázete
mia istoría pu epanalamvánete
miázo me kléfti pu apó ti míti piánete
Adinató na vro epichirímata
mia siguriá gia ta diká su esthímata
pia dínami mu aski tétia epídrasi
ki esí na pínis, chorís kamiá antídrasi
Na mi me vri sti thlípsi to ksiméroma
ipa na fígo ki as theorithi ksenéroma
ma de m’ afínis ki egó kontá su áraksa
ki i kolokítha égine páli ámaksa
Anatropés sta kosmotheorímata
pu den ipárchun thítes ute thímata
imaste athói giatí eroteftíkame
ke sto baráki ti lítrosí mas vríkame
Ήtan i óra pu éna fengári alíteve
ke sto chimóna kanis pia den písteve
ítan i óra pu i musikí dinámone
ke i matiá su ton érota antámone
|