Ανήμερα της Παπαντής
Δε γύρισε ο Κωνσταντής
Γιατί τον πήρε μακριά ένα μαύρο πλοίο
Κι απόμεινε η Κωνσταντινιά
Χήρα και φτωχομάνα νια
Με δυο παιδιά βάσανο σε όλο της τον βίο
Την έφαγε η ξενοδουλειά
Τα χρόνια ασπρίσαν τα μαλλιά
Που ξανθοπλέξουδα άλλοτε έπεφταν στις πλάτες
Κι αφού κι η μαύρη της ποδιά
Σκίστηκε πια κάποια βραδιά
Μες στης αυλής της πάλι βρέθηκε τις πλάκες
Κάνει μαζεύει το μυαλό
Χτίζει το σπίτι πιο καλό
Παντρεύει και τα δυο παιδιά με την ευχή της
Και έγνοια δεν είχε πια καμιά
Στον κόσμο η Κωνσταντινιά
Και πήγε και εκείνη να βρει τον Κωνσταντή της
|
Anímera tis Papantís
De girise o Konstantís
Giatí ton píre makriá éna mavro plio
Ki apómine i Konstantiniá
Chíra ke ftochomána nia
Me dio pediá vásano se ólo tis ton vío
Tin éfage i ksenoduliá
Ta chrónia asprísan ta malliá
Pu ksanthopléksuda állote épeftan stis plátes
Ki afu ki i mavri tis podiá
Skístike pia kápia vradiá
Mes stis avlís tis páli vréthike tis plákes
Káni mazevi to mialó
Chtízi to spíti pio kaló
Pantrevi ke ta dio pediá me tin efchí tis
Ke égnia den iche pia kamiá
Ston kósmo i Konstantiniá
Ke píge ke ekini na vri ton Konstantí tis
|