Είχε αυλή, είχε μάντρα και πηγάδι
κι είχε τσαμπιά η γριά κληματαριά.
Κι ήταν φορές που ποτέ δε ‘ρχόταν βράδυ
για να γυρνούν με τα τσέρκια τα παιδιά.
Σπίτι παλιό,
κρυφό σχολειό στα πρώτα μας φιλιά.
Σπίτι παλιό,
ήσουν εδώ, Φυλής και Δεριγνύ.
Σπίτι παλιό,
πες μου γιατί πετάξαν τα πουλιά
κι ήρθαν φωνές και μηχανές κι η άσφαλτο η στεγνή.
Είχε αυλή που ευώδιαζε ασβέστη
κι ήταν γλυκιά σαν το μέλι η χαρουπιά.
Κι ήσουν κι εσύ ξαφνικά “Χριστός Ανέστη”
κι ήσουν κι εσύ που δε θα ξανάβρω πια.
|
Iche avlí, iche mántra ke pigádi
ki iche tsabiá i griá klimatariá.
Ki ítan forés pu poté de ‘rchótan vrádi
gia na girnun me ta tsérkia ta pediá.
Spíti palió,
krifó scholió sta próta mas filiá.
Spíti palió,
ísun edó, Filís ke Derigní.
Spíti palió,
pes mu giatí petáksan ta puliá
ki írthan fonés ke michanés ki i ásfalto i stegní.
Iche avlí pu evódiaze asvésti
ki ítan glikiá san to méli i charupiá.
Ki ísun ki esí ksafniká “Christós Anésti”
ki ísun ki esí pu de tha ksanávro pia.
|