Αχ σπουργιτάκι μου
μικρό πουλάκι μου
είμαστε τόσο μόνοι,
πάνω που κάναμε φτερά
για να λιαστούμε στην χαρά
μας πλάκωσε το χιόνι.
Ήλιε μου μετανάστη του ουρανού
της φτώχειας καντηλέρι
έβγα στην άκρη του βουνού
και δώσε μας το χέρι
και στείλε του Σικελιανού
τους στίχους με τ’ αγέρι
να γίνει τ’ άδικο γροθιά
και δίκοπο μαχαίρι.
Αχ σπουργιτάκι μου
μικρό γυφτάκι μου
της φτώχειας κουρελάκι
ξέχνα πως είμαστε φτωχοί
και μη φοβάσαι την βροχή
θα `ρθεί καλοκαιράκι.
|
Ach spurgitáki mu
mikró puláki mu
imaste tóso móni,
páno pu káname fterá
gia na liastume stin chará
mas plákose to chióni.
Ήlie mu metanásti tu uranu
tis ftóchias kantiléri
évga stin ákri tu vunu
ke dóse mas to chéri
ke stile tu Sikelianu
tus stíchus me t’ agéri
na gini t’ ádiko grothiá
ke díkopo macheri.
Ach spurgitáki mu
mikró giftáki mu
tis ftóchias kureláki
kséchna pos imaste ftochi
ke mi fováse tin vrochí
tha `rthi kalokeráki.
|