Βλέπω ένα σπουργίτη έρημο κι αλήτη,
μόνο του στη λύσσα του βοριά,
είναι ξεπουπουλιασμένος κι είναι ζαρωμένος,
στης φτωχιάς αυλής τη μουριά.
Τσίου, τσίου, τσίου, ο σολίστ του κρύου
τρέμει και τινάζει τα φτερά,
μέσα απ’ το παράθυρό μου βλέπω το μικρό μου,
το σπουργίτη, το φουκαρά.
Σπουργιτάκι, καθώς σε κοιτάζω
να σπαρταράς στο κακό του χιονιά,
βρίσκω πως, κάτι λίγο, σου μοιάζω,
νιώθω την ίδια, μ’ εσέ, παγωνιά.
Μικρό σπουργιτάκι μου, έλα
να ανοίξουμε οι δυο τα φτερά
εγώ είμαι για σένα η κοπέλα
κι εσύ είσαι για μένα η χαρά.
Σπουργιτάκι, καθώς σε κοιτάζω
να σπαρταράς στο κακό του χιονιά,
βρίσκω πως, κάτι λίγο, σου μοιάζω,
νιώθω την ίδια, μ’ εσέ, παγωνιά.
Μα τώρα η άνοιξη φτάνει
γεμάτη από φως και χαρά,
μικρό σπουργιτάκι μου, έλα
να ανοίξουμε οι δυο τα φτερά.
Τσίου, τσίου, τσίου, ο σολίστ του κρύου
τρέμει και τινάζει τα φτερά,
μέσα απ’ το παράθυρό μου βλέπω το μικρό μου,
το σπουργίτη, το φουκαρά.
|
Olépo éna spurgiti érimo ki alíti,
móno tu sti líssa tu voriá,
ine ksepupuliasménos ki ine zaroménos,
stis ftochiás avlís ti muriá.
Tsíu, tsíu, tsíu, o solíst tu kríu
trémi ke tinázi ta fterá,
mésa ap’ to paráthiró mu vlépo to mikró mu,
to spurgiti, to fukará.
Spurgitáki, kathós se kitázo
na spartarás sto kakó tu chioniá,
vrísko pos, káti lígo, su miázo,
niótho tin ídia, m’ esé, pagoniá.
Mikró spurgitáki mu, éla
na aniksume i dio ta fterá
egó ime gia séna i kopéla
ki esí ise gia ména i chará.
Spurgitáki, kathós se kitázo
na spartarás sto kakó tu chioniá,
vrísko pos, káti lígo, su miázo,
niótho tin ídia, m’ esé, pagoniá.
Ma tóra i ániksi ftáni
gemáti apó fos ke chará,
mikró spurgitáki mu, éla
na aniksume i dio ta fterá.
Tsíu, tsíu, tsíu, o solíst tu kríu
trémi ke tinázi ta fterá,
mésa ap’ to paráthiró mu vlépo to mikró mu,
to spurgiti, to fukará.
|