|
Στα κόκκινα φώτα του μπαρ
το πρόσωπό σου ξένο.
Πιο πικραμένο, αλλαγμένο
στα κόκκινα φώτα του μπαρ.
Φοβάμαι, οι άνθρωποι αλλάζουν
την ώρα που σπάζουν, φοβάμαι.
Τα μάτια βραδιάζουν,
κι εμένα διαβάζουν,
φοβάμαι τα κόκκινα φώτα του μπαρ.
Θα σβήσουν τα φώτα του μπαρ,
δε θα ’σαι όπως ήσουν
πριν τη ζωή σου την τσακίσουν
τα κόκκινα φώτα του μπαρ.
Φοβάμαι, οι άνθρωποι αλλάζουν
την ώρα που σπάζουν, φοβάμαι.
Τα μάτια βραδιάζουν,
κι εμένα διαβάζουν,
φοβάμαι τα κόκκινα φώτα του μπαρ.
Θα σβήσουν τα φώτα του μπαρ.
|
Sta kókkina fóta tu bar
to prósopó su kséno.
Pio pikraméno, allagméno
sta kókkina fóta tu bar.
Fováme, i ánthropi allázun
tin óra pu spázun, fováme.
Ta mátia vradiázun,
ki eména diavázun,
fováme ta kókkina fóta tu bar.
Tha svísun ta fóta tu bar,
de tha ’se ópos ísun
prin ti zoí su tin tsakísun
ta kókkina fóta tu bar.
Fováme, i ánthropi allázun
tin óra pu spázun, fováme.
Ta mátia vradiázun,
ki eména diavázun,
fováme ta kókkina fóta tu bar.
Tha svísun ta fóta tu bar.
|