Σ’ έμαθα κι εσένα, έλυσα τα φρένα κι έφυγα,
απ’ την αγκαλιά σου κι από τα φιλιά σου ξέφυγα.
Τέρμα οι αγάπες και οι αυταπάτες, μάτια μου.
Τέρμα τα λάθη και τα μεγάλα πάθη.
Για κανέναν πάλι ποτέ μου δε θα κλάψω,
στη φωτιά τους όρκους που μου `δινες θα κάψω.
Και με της καρδιάς μου το αίμα θα υπογράψω:
στα παλιά μου τα παπούτσια όλα θα τα γράψω.
Μόνη μου κι ωραία,
νύχτα μου μοιραία μάγισσα,
δως μου τη φωτιά σου,
δως μου τα κλειδιά σου κι άργησα.
Ντύθηκα στην πένα να τα πιω για μένα σήμερα.
Έτσι μ’ αρέσει, να πιω να γίνω φέσι.
Για κανέναν πάλι ποτέ μου δε θα κλάψω,
στη φωτιά τους όρκους που μου `δινες θα κάψω.
Και με της καρδιάς μου το αίμα θα υπογράψω:
στα παλιά μου τα παπούτσια όλα θα τα γράψω.
|
S’ ématha ki eséna, élisa ta fréna ki éfiga,
ap’ tin agkaliá su ki apó ta filiá su kséfiga.
Térma i agápes ke i aftapátes, mátia mu.
Térma ta láthi ke ta megála páthi.
Gia kanénan páli poté mu de tha klápso,
sti fotiá tus órkus pu mu `dines tha kápso.
Ke me tis kardiás mu to ema tha ipográpso:
sta paliá mu ta paputsia óla tha ta grápso.
Móni mu ki orea,
níchta mu mirea mágissa,
dos mu ti fotiá su,
dos mu ta klidiá su ki árgisa.
Ntíthika stin péna na ta pio gia ména símera.
Έtsi m’ arési, na pio na gino fési.
Gia kanénan páli poté mu de tha klápso,
sti fotiá tus órkus pu mu `dines tha kápso.
Ke me tis kardiás mu to ema tha ipográpso:
sta paliá mu ta paputsia óla tha ta grápso.
|