Στάλα στάλα, απόψε η βροχή
τη μορφή σου, στο τζάμι, ζωγραφίζει,
σε μια όμορφη, άλλη εποχή,
το ρολόι του τοίχου, με γυρίζει.
Στάλα στάλα, κι απόψε η βροχή
τραγουδάει πικρά τον χωρισμό σου,
στάλα στάλα, η άδεια μου η ψυχή,
δηλητήριο πίνει τον καημό σου.
Οι διαβάτες περνάνε βιαστικοί,
αγκαλιές και χαρές τους περιμένουν,
το δικό μας το σπίτι, φυλακή,
και μαζί μου και τ’ άψυχα πεθαίνουν.
Στάλα στάλα, κι απόψε η βροχή
τραγουδάει πικρά τον χωρισμό σου,
στάλα στάλα, η άδεια μου η ψυχή,
δηλητήριο πίνει τον καημό σου.
|
Stála stála, apópse i vrochí
ti morfí su, sto tzámi, zografízi,
se mia ómorfi, álli epochí,
to rolói tu tichu, me girízi.
Stála stála, ki apópse i vrochí
tragudái pikrá ton chorismó su,
stála stála, i ádia mu i psichí,
dilitírio píni ton kaimó su.
I diavátes pernáne viastiki,
agkaliés ke charés tus periménun,
to dikó mas to spíti, filakí,
ke mazí mu ke t’ ápsicha pethenun.
Stála stála, ki apópse i vrochí
tragudái pikrá ton chorismó su,
stála stála, i ádia mu i psichí,
dilitírio píni ton kaimó su.
|