Η στενοχώρια με ρίχνει στο πιοτό
γι’ αυτό με βλέπεις και παραπατώ,
έχω μεράκι, έχω πόνο, έχω σεβντά,
κανένας άνθρωπος δεν τον νταγιαντά.
Η πονεμένη μου καρδιά
κουράγιο πια, πως να `χει,
αφού αγάπη αληθινή
για μένα δεν υπάρχει.
Τι να τα κάνω τα πλούτη της ζωής,
από αγάπη είμαι δυστυχής,
είναι μαράζι, είναι ντέρτι, είναι καημός,
βαριά με πλήγωσε, αχ, ο χωρισμός.
Η πονεμένη μου καρδιά
κουράγιο πια, πως να `χει,
αφού αγάπη αληθινή
για μένα δεν υπάρχει.
|
I stenochória me ríchni sto piotó
gi’ aftó me vlépis ke parapató,
écho meráki, écho póno, écho sevntá,
kanénas ánthropos den ton ntagiantá.
I poneméni mu kardiá
kurágio pia, pos na `chi,
afu agápi alithiní
gia ména den ipárchi.
Ti na ta káno ta pluti tis zoís,
apó agápi ime distichís,
ine marázi, ine ntérti, ine kaimós,
variá me plígose, ach, o chorismós.
I poneméni mu kardiá
kurágio pia, pos na `chi,
afu agápi alithiní
gia ména den ipárchi.
|