Η Θυμιούλα η μαυρομάτα
που `χε μάνα τη Σταμάτα
εβαρέθηκε την στάνη,
το χωριό και το μποστάνι,
τα βουνά και τα περβόλια,
τον Θανάση και τον Κόλλια.
Μ’ άλλα λόγια είχε μπουχτίσει
τις κατσίκες και τα γίδια
και είχε βαρεθεί να βλέπει,
βρε τα ίδια και τα ίδια.
Αααχ, και μια ασπροντυμένη σχόλη,
εκατέβηκε στην πόλη.
Η Θυμιούλα η μαυρομάτα
που `χε μάνα τη Σταμάτα,
που τραγούδαγε στ’ αλώνια
και σωπαίνανε τ’ αηδόνια
κι έλεγες γι’ αυτό το φρούτο
“Παναγιά μου τι `ναι τούτο;”
Η Θυμιούλα η μαυρομάτα
που `χε βαρεθεί την στάνη,
τον Θανάση και τον Κόλλια
το χωριό και το μποστάνι.
Αααχ, όταν ήρθε μέσ’ στην πόλη,
της αρέσαν όλες κι όλοι.
Η Θυμιούλα η μαυρομάτα
που `χε μάνα τη Σταμάτα
που όταν ήρθε μες στην πόλη,
της αρέσαν όλες και όλοι
σ’ ένα από τα μεσονύχτια
μπλέχτηκε σ’ ενός το δίχτυα
που της φίλαγε τα χείλη,
που της χάιδευε το χέρι,
που της έμαθε εν τέλει
πώς το τρίβουν το πιπέρι.
Αααχ, και την άφησε τη μαύρη
κι άλλη εκείνος πήγε να’ βρει…
Η Θυμιούλα η μαυρομάτα
που `χε μάνα τη Σταμάτα
ξαναγύρισε στη στάνη,
στο χωριό και στο μποστάνι,
στα βουνά και στα περβόλια,
τον Θανάση και τον Κόλλια,
ξαναγύρισε μ’ αγάπη
στις κατσίκες και στα γίδια
και ξανάρχισε η Θυμιούλα
βρε τα ίδια και τα ίδια.
Αααχ, κι από τότε καμιά σχόλη
δεν κατέβηκε στην πόλη.
|
I Thimiula i mavromáta
pu `che mána ti Stamáta
evaréthike tin stáni,
to chorió ke to bostáni,
ta vuná ke ta pervólia,
ton Thanási ke ton Kóllia.
M’ álla lógia iche buchtísi
tis katsíkes ke ta gidia
ke iche varethi na vlépi,
vre ta ídia ke ta ídia.
Aaach, ke mia asprontiméni schóli,
ekatévike stin póli.
I Thimiula i mavromáta
pu `che mána ti Stamáta,
pu tragudage st’ alónia
ke sopenane t’ aidónia
ki éleges gi’ aftó to fruto
“Panagiá mu ti `ne tuto;”
I Thimiula i mavromáta
pu `che varethi tin stáni,
ton Thanási ke ton Kóllia
to chorió ke to bostáni.
Aaach, ótan írthe més’ stin póli,
tis arésan óles ki óli.
I Thimiula i mavromáta
pu `che mána ti Stamáta
pu ótan írthe mes stin póli,
tis arésan óles ke óli
s’ éna apó ta mesoníchtia
bléchtike s’ enós to díchtia
pu tis fílage ta chili,
pu tis cháideve to chéri,
pu tis émathe en téli
pós to trívun to pipéri.
Aaach, ke tin áfise ti mavri
ki álli ekinos píge na’ vri…
I Thimiula i mavromáta
pu `che mána ti Stamáta
ksanagirise sti stáni,
sto chorió ke sto bostáni,
sta vuná ke sta pervólia,
ton Thanási ke ton Kóllia,
ksanagirise m’ agápi
stis katsíkes ke sta gidia
ke ksanárchise i Thimiula
vre ta ídia ke ta ídia.
Aaach, ki apó tóte kamiá schóli
den katévike stin póli.
|