Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας.
Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς;
Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας
Και οι εχθροί είναι εραστές με εκβιασμούς.
Των δράκων γάλα πίνουν μόνο και φαρμάκι.
Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη.
Στους ουρανούς θ’ αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν.
Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό.
Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν
κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό.
Όχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα.
Μ’ ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα.
Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, κοντά τους
να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό
κυνηγημένος απ΄ το σώμα σου στους βάλτους
βρήκες ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό.
Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων
Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων.
Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως (1)
στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά.
Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος
μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά.
Ω επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις.
Τα μαχαιρώνεις και λυσσάς κι όλο σπαράζεις.
Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει;
Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά;
Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει
την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά.
Σ’ άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες.
Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες.
Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων.
Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ,
δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων
γι’ αυτούς που ζούνε συντροφιά μ’ έναν χαφιέ.
Λυσσούν να σ’ εύρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι.
Κι η ομερτά (2) στις καφετέριες καντήλι.
Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία
αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής.
Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία.
Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής.
Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία.
Μας περιμένουν τα τσιγκέλια στα σφαγεία
|
Pós ine o érotas gramménos sto petsí mas.
Me grámmata árage í mavrus arithmus;
Ema thilázi ki i Elláda ki i zoí mas
Ke i echthri ine erastés me ekviasmus.
Ton drákon gála pínun móno ke farmáki.
Kríma. Den gnórises ton Kósta Kariotáki.
Stus uranus th’ anagnorísune pios ísun.
Ksérun afti. To fotostéfano chrisó.
Fótizes níchtes ton anthrópon pu tha zísun
ki échun ke thánato ke fos misó misó.
Όchi tsekuri ke baltás. Míte ke sfera.
M’ éna sugiá pu kóvi fléves ston aéra.
Me tu Makbéth píges tis mágisses, kontá tus
na vris pós smígi to chrisáfi me chalkó
kinigiménos ap΄ to sóma su stus váltus
vríkes pios demonas ksorkízi to kakó.
Den parastáthikan Apóstoli ek peráton
Ki as píran ópsi ta mistíria ton pragmáton.
Ti sizituses ston Agró tu Keraméos (1)
stus kípus tu ematos san mia stalagmatiá.
Gia stratilátis den su pígene genneos
míte tsiráki ston trabukon ti stratiá.
O eparchía, eparchía, óla ta sfázis.
Ta macherónis ke lissás ki ólo sparázis.
O Gkréko edó, o Lórka eki. Pios tha kerdísi;
Tus kséris árage na ríksis mia matiá;
Ke tóra pios apó tus dio tha zografísi
tin omorfiá su, san tin ágria nichtiá.
S’ ángiksan árage ta fídia ki i aráchnes.
Ti mistiká su ipe to fos mésa stis páchnes.
Athói óli. Se mia chóra ton athóon.
Den se gnorísame na piume énan kafé,
dio tris kuvéntes gia tus áthlus ton iróon
gi’ aftus pu zune sintrofiá m’ énan chafié.
Lissun na s’ evrun ta skiliá. Lissun i skíli.
Ki i omertá (2) stis kafetéries kantíli.
Pós na su grápso, to lipón, viografía
afu i léksis mu ine móno tis vrochís.
Poté to ble den to chorá dikografía.
Thimízi síllipsi ki ektélesi epochís.
Imaste árrosti variá apó nostalgia.
Mas periménun ta tsigkélia sta sfagia
|