Στην άμμο πάνω που ξαπλώνουν οι αναμνήσεις
άπλωσα μνήμες του δικού μας ταξιδιού
Θέλει ο καιρός να πλανηθείς και να γυρίσεις
Κι εγώ ν’ αγγίζω τις χορδές παραμυθιού
Στην άμμο πάνω που κοιμούνται οι οδοιπόροι
Οι ταξιδιάρηδες κι οι σκόρπιες τους καρδιές
Εκεί παράτησα το μόνο πανωφόρι
Να `χει το ρούχο μου βρεγμένες συντροφιές
Άγρια κορμιά που πλανηθήκανε στο κύμα
Που ‘χουν το γέλιο σου και το δικό σου βήμα
Στην άμμο πάνω που ξαπλώνουν οι αναμνήσεις
Βρήκε η αύρα σου κρεβάτι ν’ αγρυπνά
Θέλει η ζωή τις άγκυρες να εγκαταλείψεις
Θέλει η ανάσα μου στο στέρνο σου φωλιά
|
Stin ámmo páno pu ksaplónun i anamnísis
áplosa mnímes tu diku mas taksidiu
Théli o kerós na planithis ke na girísis
Ki egó n’ angizo tis chordés paramithiu
Stin ámmo páno pu kimunte i odipóri
I taksidiárides ki i skórpies tus kardiés
Eki parátisa to móno panofóri
Na `chi to rucho mu vregménes sintrofiés
Άgria kormiá pu planithíkane sto kíma
Pu ‘chun to gélio su ke to dikó su víma
Stin ámmo páno pu ksaplónun i anamnísis
Oríke i avra su kreváti n’ agripná
Théli i zoí tis ágkires na egkatalipsis
Théli i anása mu sto stérno su foliá
|