Πιάστηκε απ’ τη χειρολαβή, χτύπησε στάση
φρενάρισε το πράσινο, να κατεβεί
μου γέλασε, μου ‘πε προχώρησε με βιάση
να ‘χεις το νου σου, μη φανεί καμιά στολή
Τρεις το πρωί, στο Πειραιά, με λασπονέρια
χοντρά χαρτόνια, στα σκαλιά καθίσματα
Τα καραβάκια της γραμμής, για Σαλαμίνα
Αργοσαλεύαν, στου Νοτιά τα κύματα
Στο πεζοδρόμιο, στο πεζοδρόμιο
με τις κουβέντες να μυρίζουν μακελειό
Στο πεζοδρόμιο, στο πεζοδρόμιο
κι η ανάγκη να σου φέρνει πανικό
Τριγύρω απόκληροι πρεζάκηδες φευγάτοι
σκάρτες φιγούρες χαρακίρι στις γωνιές
και κείνος έφεγγε πανσέληνος γεμάτη
μια αυταπάτη μέσα σ’ όλες τις βρωμιές
Του νόμου η τάξη σε αλλόκοτα παζάρια
της προστασίας, οι κρυφοί προμηθευτές
ξανθές γυναίκες που τις μοίραζαν στα ζάρια
με τη ζωή τους ξεχρεώναν ρουφιανιές.
|
Piástike ap’ ti chirolaví, chtípise stási
frenárise to prásino, na katevi
mu gélase, mu ‘pe prochórise me viási
na ‘chis to nu su, mi fani kamiá stolí
Tris to pri, sto Pireá, me lasponéria
chontrá chartónia, sta skaliá kathísmata
Ta karavákia tis grammís, gia Salamína
Argosalevan, stu Notiá ta kímata
Sto pezodrómio, sto pezodrómio
me tis kuvéntes na mirízun makelió
Sto pezodrómio, sto pezodrómio
ki i anágki na su férni panikó
Trigiro apókliri prezákides fevgáti
skártes figures charakíri stis goniés
ke kinos éfenge pansélinos gemáti
mia aftapáti mésa s’ óles tis vromiés
Tu nómu i táksi se allókota pazária
tis prostasías, i krifi promitheftés
ksanthés ginekes pu tis mirazan sta zária
me ti zoí tus ksechreónan rufianiés.
|