Μες στην ταβέρνα,
πάντα για σένα αλανιάρα μου,
πίνω κρασάκι και σπάω κεφάκι,
μπαρμπουνάρα μου.
Γιατί με καίει η ματιά σου,
καίει φλογερή
και η άσπλαχνη καρδιά σου
που με λιώνει σαν κερί.
Καημούς και ντέρτια πάντα μου δίνεις,
δεν αντέχω πια,
στην απονιά σου και στη ματιά σου,
αλανιάρα μου γλυκιά.
Έλα να γύρεις
στη θερμή μου την αγκαλιά,
για να πάψουνε οι πόνοι
πο’ ‘χω μέσα στην καρδιά.
|
Mes stin tavérna,
pánta gia séna alaniára mu,
píno krasáki ke spáo kefáki,
barbunára mu.
Giatí me kei i matiá su,
kei flogerí
ke i ásplachni kardiá su
pu me lióni san kerí.
Kaimus ke ntértia pánta mu dínis,
den antécho pia,
stin aponiá su ke sti matiá su,
alaniára mu glikiá.
Έla na giris
sti thermí mu tin agkaliá,
gia na pápsune i póni
po’ ‘cho mésa stin kardiá.
|