Απ’ το σεργιάνι του άστρου, σήμα ορφανό,
σα βέλος να χρυσώνει έναν ουρανό.
Μα εσύ γυρμένο δέντρο στου κόσμου την αυλή
παίρνεις το φως του για απειλή.
Τα βράδια της βροχής, δε με ρωτάει κανείς,
πως δένω τον καιρό, μες στο θολό νερό.
Να φτάσω μια ζωή, ως τ’ άλλο το πρωί,
κι ας έχω τα μισά απ’ όσα έχασα
Του ήλιου οι αχτίδες βγαίνουν στα νησιά
και μοιάζει το καθένα, πέτρα θαλασσιά.
Μα εσύ λαθρεπιβάτης σ’ αυτή την εκδρομή,
γυρνάς στα όχι και τα μη.
Τα βράδια της βροχής, δε με ρωτάει κανείς,
πως δένω τον καιρό, μες στο θολό νερό.
Να φτάσω μια ζωή, ως τ’ άλλο το πρωί,
κι ας έχω τα μισά απ’ όσα έχασα
|
Ap’ to sergiáni tu ástru, síma orfanó,
sa vélos na chrisóni énan uranó.
Ma esí girméno déntro stu kósmu tin avlí
pernis to fos tu gia apilí.
Ta vrádia tis vrochís, de me rotái kanis,
pos déno ton keró, mes sto tholó neró.
Na ftáso mia zoí, os t’ állo to pri,
ki as écho ta misá ap’ ósa échasa
Tu íliu i achtídes vgenun sta nisiá
ke miázi to kathéna, pétra thalassiá.
Ma esí lathrepivátis s’ aftí tin ekdromí,
girnás sta óchi ke ta mi.
Ta vrádia tis vrochís, de me rotái kanis,
pos déno ton keró, mes sto tholó neró.
Na ftáso mia zoí, os t’ állo to pri,
ki as écho ta misá ap’ ósa échasa
|