Ήταν η μέρα γιορτινή,
που σ’ είχα συναντήσει στους γιαλούς.
Ήταν το φως σου κόκκινο
και φώτιζε τη δύση στους γκρεμούς.
Κι ήσουν ωραία και τραγουδούσες σιγανά,
στον άνεμο γλιστρούσες.
Κι ήσουν ωραία, χαμογελούσες
και φτερά στα ποδιά εφορούσες.
Τα βλέφαρα σου τα κλειστά
θάλασσες έκρυβαν μέσα και λυγμούς.
Στα κύματα τους βούτηξες
και βγήκες πριγκιπέσα στους ουρανούς.
Κι ήσουν ωραία και μου μιλούσες σιγανά
άνεμους τραγουδούσες.
Κι ήσουν ωραία, χαμογελούσες
και φτερά στα ποδιά εφορούσες.
|
Ήtan i méra giortiní,
pu s’ icha sinantísi stus gialus.
Ήtan to fos su kókkino
ke fótize ti dísi stus gkremus.
Ki ísun orea ke traguduses siganá,
ston ánemo glistruses.
Ki ísun orea, chamogeluses
ke fterá sta podiá eforuses.
Ta vléfara su ta klistá
thálasses ékrivan mésa ke ligmus.
Sta kímata tus vutikses
ke vgíkes prigkipésa stus uranus.
Ki ísun orea ke mu miluses siganá
ánemus traguduses.
Ki ísun orea, chamogeluses
ke fterá sta podiá eforuses.
|