Ψέματα λέγανε οι φίλοι μου και κλαίγανε,
μια ζωή πονηροί ζούσαν χωρίς αγάπη και φεύγανε
γι’ άλλα ταξίδια μακριά απ’ τον έρωτα.
Κέρδισα κι έχασα αλλά ποτέ δεν ξέχασα,
σώμα μου, στόμα μου,
εκείνο το φιλί που σου το ‘κλεψα,
κόκκινο μήλο απ’ το Παράδεισο.
Σε βρίσκω και σε χάνω,
μια ξεκινώ μια φτάνω,
πράγματα και θαύματα
ανθίζουν στα χαλάσματά μας,
κι όλα τα όνειρά μας,
το θάρρος, τα φτερά μας,
άγγελοι στα χώματα,
αρχάγγελοι με σώματα ελαφρά.
Τέρμα τα ψέματα, ν’ ανάβουνε τα αίματα,
πιο βαθιά τα καρφιά, έτσι μιλάει αγάπη μου,
η ομορφιά όταν αγγίξει πάλι το στόμα σου.
|
Psémata légane i fíli mu ke klegane,
mia zoí poniri zusan chorís agápi ke fevgane
gi’ álla taksídia makriá ap’ ton érota.
Kérdisa ki échasa allá poté den kséchasa,
sóma mu, stóma mu,
ekino to filí pu su to ‘klepsa,
kókkino mílo ap’ to Parádiso.
Se vrísko ke se cháno,
mia ksekinó mia ftáno,
prágmata ke thafmata
anthízun sta chalásmatá mas,
ki óla ta ónirá mas,
to thárros, ta fterá mas,
ángeli sta chómata,
archángeli me sómata elafrá.
Térma ta psémata, n’ anávune ta emata,
pio vathiá ta karfiá, étsi milái agápi mu,
i omorfiá ótan angiksi páli to stóma su.
|