Στο δημοτικό σχολείο,
έμεινα στην ίδια τάξη.
Κάτι δώρα στη δασκάλα,
και ο δάσκαλος εντάξει.
Άλα της,
βούρτσα στο διευθυντή,
στον επιθεωρητή.
Πρώτη μέρα στη δουλειά,
και κάρφωσα έναν εργάτη,
και τον πέταξαν στο δρόμο,
και τον έφαγαν οι γάτοι.
Αλλά εγώ,
βούρτσα στον εργοδηγό,
βούρτσα και στ’ αφεντικό.
Στρατιώτης, ένα δύο
το σακίδιο στον ώμο,
μ’ έβαλαν σ’ένα γραφείο,
και φακέλωνα τον κόσμο.
Αλλά εγώ,
βούρτσα και στο λοχαγό,
και στον υποστράτηγο.
Τώρα μ’ ένα κασελάκι,
στην Ομόνοια γυρίζω,
πότε στο Μοναστηράκι,
υποδήματα γυαλίζω.
Αλά της,
βούρτσα και στον Παντελή,
να του πάρω τη δραχμή.
|
Sto dimotikó scholio,
émina stin ídia táksi.
Káti dóra sti daskála,
ke o dáskalos entáksi.
Άla tis,
vurtsa sto diefthintí,
ston epitheorití.
Próti méra sti duliá,
ke kárfosa énan ergáti,
ke ton pétaksan sto drómo,
ke ton éfagan i gáti.
Allá egó,
vurtsa ston ergodigó,
vurtsa ke st’ afentikó.
Stratiótis, éna dío
to sakídio ston ómo,
m’ évalan s’éna grafio,
ke fakélona ton kósmo.
Allá egó,
vurtsa ke sto lochagó,
ke ston ipostrátigo.
Tóra m’ éna kaseláki,
stin Omónia girízo,
póte sto Monastiráki,
ipodímata gialízo.
Alá tis,
vurtsa ke ston Pantelí,
na tu páro ti drachmí.
|