Πήραν τα μάτια μου βροχή
και τ’ όνειρο μαχαίρι,
πώς ράγισε το καλοκαίρι
τ’ αγόρι μου που ’χει χαθεί.
Τ’ αγόρι εκείνο,
εκείνο τ’ αγόρι
που πάει στ’ ανηφόρι
με όρτσα βοριά.
Που το ’χεις χαμένο
και που το γυρεύεις,
εκείνο λατρεύεις,
πικρή μου καρδιά.
Ήταν της μοίρας το σπαθί,
της Παναγιάς το χέρι,
φεγγάρι και ποιος θα το φέρει
τ’ αγόρι μου που ’χει χαθεί.
|
Píran ta mátia mu vrochí
ke t’ óniro macheri,
pós rágise to kalokeri
t’ agóri mu pu ’chi chathi.
T’ agóri ekino,
ekino t’ agóri
pu pái st’ anifóri
me órtsa voriá.
Pu to ’chis chaméno
ke pu to girevis,
ekino latrevis,
pikrí mu kardiá.
Ήtan tis miras to spathí,
tis Panagiás to chéri,
fengári ke pios tha to féri
t’ agóri mu pu ’chi chathi.
|