H Kοκκινοσκουφίτσα,
χλωμή καρδίτσα
ορφανή και μόνη,
κρυώνει.
Της έχουν κλέψει το πανωφόρι
και στο ξεροβόρι κρυώνει
καθώς ο βοριάς τ’ αρνάκια παγώνει,
γενικώς…
Με θλιμμένα ματάκια
τρώει πουλάκια, σαλιγκαράκια,
μανιταράκια ή και παιδάκια.
Όλο φυτοζωεί, ω άπονη ζωή,
δεν την παίζει δε κανείς!
Μη κλέψεις το παλτό της ορφανής.
Και θλιμμένη στο χιόνι
τον άγριο λύκο ανταμώνει
κι ο άγριος λύκος ουρλιάζει
και την πειράζει.
Η Kοκκινοσκουφίτσα νευριάζει,
τον λύκο αρπάζει και τον βιάζει.
Θλιμμένη και μόνη
τον λύκο σκοτώνει.
Θλιμμέμη τον γδέρνει
τη γούνα του παίρνει
και φτιάχνει μανσόν και μαντό.
Κι έτσι πια δεν κρυώνει
και κάνει σκι μόνη,
στο χιόνι.
|
H Kokkinoskufítsa,
chlomí kardítsa
orfaní ke móni,
krióni.
Tis échun klépsi to panofóri
ke sto kserovóri krióni
kathós o voriás t’ arnákia pagóni,
genikós…
Me thlimména matákia
trói pulákia, saligkarákia,
manitarákia í ke pedákia.
Όlo fitozoi, o áponi zoí,
den tin pezi de kanis!
Mi klépsis to paltó tis orfanís.
Ke thlimméni sto chióni
ton ágrio líko antamóni
ki o ágrios líkos urliázi
ke tin pirázi.
I Kokkinoskufítsa nevriázi,
ton líko arpázi ke ton viázi.
Thlimméni ke móni
ton líko skotóni.
Thlimmémi ton gdérni
ti guna tu perni
ke ftiáchni mansón ke mantó.
Ki étsi pia den krióni
ke káni ski móni,
sto chióni.
|