Σήμερα πάλι θα χαθείς, θα φύγεις,
κάτι θα βρεις να ξεχαστείς.
Νερό κι αλάτι οι στιγμές και πάνε
κι ότι θυμάσαι είναι χτες.
Μα εγώ τις νύχτες τις παλιές
τις ξενυχτάω ακόμα
με δυο σβησμένες πυρκαγιές
που καίνε μες στο στόμα.
Κι όλα τα βράδια που ξεχνάς
βυθίζονται στ’ αστέρια
στις δυο πλημμύρες που κρατάς
μέσα στα μάτια, μέσα στα μάτια.
Καίει το δάκρυ την πληγή του χρόνου
καντήλι άσβηστο όλη η γη.
Αίμα, υποσχέσεις, προσευχές και χώμα
κι εσύ ρωτάς ποιος ήσουν χτες.
Μα εγώ τις νύχτες τις παλιές
τις ξενυχτάω ακόμα
με δυο σβησμένες πυρκαγιές
που καίνε μες στο στόμα.
|
Símera páli tha chathis, tha fígis,
káti tha vris na ksechastis.
Neró ki aláti i stigmés ke páne
ki óti thimáse ine chtes.
Ma egó tis níchtes tis paliés
tis ksenichtáo akóma
me dio svisménes pirkagiés
pu kene mes sto stóma.
Ki óla ta vrádia pu ksechnás
vithízonte st’ astéria
stis dio plimmíres pu kratás
mésa sta mátia, mésa sta mátia.
Kei to dákri tin pligí tu chrónu
kantíli ásvisto óli i gi.
Ema, iposchésis, prosefchés ke chóma
ki esí rotás pios ísun chtes.
Ma egó tis níchtes tis paliés
tis ksenichtáo akóma
me dio svisménes pirkagiés
pu kene mes sto stóma.
|