Κρύος ο αέρας, το στόμα της ξερό
ψηλά οι γιακάδες και τα χέρια στο σακάκι
όποιος κοιτάζει μες στα μάτια τον καιρό
χάνει τον κόσμο αλλά βρίσκει την Ιθάκη.
Μοιάζει με θάλασσα ετούτη η σιωπή
άδειο προάστιο σαν παλιό σπασμένο ντέφι
όποιος αγγίζει τα ξυράφια θα κοπεί
κι όποιος ξεχνιέται μέσα του δεν επιστρέφει.
Έχει στα μάτια της βαθιά μια προσευχή
την έκλεισε σε μια παγίδα από παιδάκι
ισορροπώντας τη δική της διαστροφή
σκαλίζει γράμματα κι ελπίδες στο παγκάκι.
Ήταν μεγάλη κι ας φαινότανε μικρή
γύρω απ’ την έρημο μια όαση ξυπνούσε
μονάχα αστέρια που να πέφτουν έχω δει
το είπε τότε που γι αστέρια της μιλούσε.
Πνιγμένοι άγγελοι κοιμούνται στους βυθούς
μα οι ουρανοί είναι γεμάτοι με ναυάγια
ξύπνα τους έρωτες που έχεις μυστικούς
μ’ ένα σου νόημα λύσε όλα μου τα μάγια.
|
Kríos o aéras, to stóma tis kseró
psilá i giakádes ke ta chéria sto sakáki
ópios kitázi mes sta mátia ton keró
cháni ton kósmo allá vríski tin Itháki.
Miázi me thálassa etuti i siopí
ádio proástio san palió spasméno ntéfi
ópios angizi ta ksiráfia tha kopi
ki ópios ksechniéte mésa tu den epistréfi.
Έchi sta mátia tis vathiá mia prosefchí
tin éklise se mia pagida apó pedáki
isorropóntas ti dikí tis diastrofí
skalízi grámmata ki elpídes sto pagkáki.
Ήtan megáli ki as fenótane mikrí
giro ap’ tin érimo mia óasi ksipnuse
monácha astéria pu na péftun écho di
to ipe tóte pu gi astéria tis miluse.
Pnigméni ángeli kimunte stus vithus
ma i urani ine gemáti me nafágia
ksípna tus érotes pu échis mistikus
m’ éna su nóima líse óla mu ta mágia.
|