Πάψε καρδιά μου ν’ αγαπάς,
δεν αγαπούνε τώρα
κι αν αγαπούν, το κάνουνε
για να περνούν την ώρα.
Αφού δεν ξέρεις ν’ αγαπάς,
καρδιές μην αγκυλώνεις
και σαν αρχίσεις μια δουλειά,
να τηνε τελειώνεις.
Ο φούρναρης σου έκαψε
λιγάκι το φαΐ σου
και σήκωσε τη γειτονιά
στο πόδι η φωνή σου.
Γιατί λοιπόν σου φαίνεται
παράξενο πως κλαίω
και την καρδιά που μου ‘καψες
σ’ όλο τον κόσμο λέω.
Πραματευτή που καρτερείς
να πάρεις τον παρά σου,
μην κάθεσαι στην πόρτα της
και τράβα στη δουλειά σου.
Τι περιμένεις, άμοιρε,
να δώσει και σε σένα,
αφού ακόμα βερεσέ
με αγαπά κι εμένα.
Μανάβη δώσ’ της γρήγορα
απ’ τα καλά κρεμμύδια,
δε βλέπεις πως εθύμωσε
και σούρωσε τα φρύδια;
Δώσ’ της κρεμμύδια καυτερά,
τα μάτια της να καίνε
και να δακρύζουν απ’ αυτά,
αφού για με δεν κλαίνε.
|
Pápse kardiá mu n’ agapás,
den agapune tóra
ki an agapun, to kánune
gia na pernun tin óra.
Afu den kséris n’ agapás,
kardiés min agkilónis
ke san archísis mia duliá,
na tine teliónis.
O furnaris su ékapse
ligáki to faΐ su
ke síkose ti gitoniá
sto pódi i foní su.
Giatí lipón su fenete
parákseno pos kleo
ke tin kardiá pu mu ‘kapses
s’ ólo ton kósmo léo.
Pramateftí pu karteris
na páris ton pará su,
min káthese stin pórta tis
ke tráva sti duliá su.
Ti periménis, ámire,
na dósi ke se séna,
afu akóma veresé
me agapá ki eména.
Manávi dós’ tis grígora
ap’ ta kalá kremmídia,
de vlépis pos ethímose
ke surose ta frídia;
Dós’ tis kremmídia kafterá,
ta mátia tis na kene
ke na dakrízun ap’ aftá,
afu gia me den klene.
|