Διπρόσωπη μου έλεγες,
πως μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια,
τα λόγια και οι όρκοι σου
ήτανε παραμύθια.
Διπρόσωπη και άστατη
που μοιάζεις σαν τον φάντη,
αξίζεις όσο το γυαλί
κι ας φαίνεσαι διαμάντι.
Με είχες και περίμενα,
να `ρθεις και με γελούσες
και μ’ άλλονε διπρόσωπη,
τις ώρες σου περνούσες.
Τα νιάτα όμως πρόσεχε
σαν τα πουλιά διαβαίνουν,
οι ψεύτρες κι οι διπρόσωπες
στο ράφι πάντα μένουν.
|
Diprósopi mu éleges,
pos m’ agapás st’ alíthia,
ta lógia ke i órki su
ítane paramíthia.
Diprósopi ke ástati
pu miázis san ton fánti,
aksízis óso to gialí
ki as fenese diamánti.
Me iches ke perímena,
na `rthis ke me geluses
ke m’ állone diprósopi,
tis óres su pernuses.
Ta niáta ómos próseche
san ta puliá diavenun,
i pseftres ki i diprósopes
sto ráfi pánta ménun.
|