Μικρό παιδί στην πρώτη τάξη
Και το θυμάμαι σαν και τώρα
Μου ‘πε η μαμά μου «θα είσαι εντάξει
Κάποτε φτάνει αυτή η ώρα
άσε το χέρι μου και μόνη σου προχώρα
Ήρθ’ η στιγμή κάποιο σπουργίτι να πετάξει»
Το `ξερα πως ο ουρανός
Δε θα με χώραγε εμένα
Και χάθηκα μες στα παιδιά
Για να μην πάρουν μυρωδιά
Πως και τα δυο μου τα φτερά ήταν κομμένα
Κι ήρθε η καρδιά να με διδάξει
Το παραμύθι πως τελειώνει
Μου `πε μην κλαις θα είσαι εντάξει
Είναι κακό να μένεις μόνη
Ένα σπουργίτι δεν αντέχει τόσο χιόνι
Μ’ άλλα σπουργίτια μια φωλιά πρέπει να φτιάξει»
Κι ήξερα πως ο ουρανός
Δε θα με χώραγε εμένα
Κι ήταν η σκέψη μου σωστή
Πετάνε φίλοι και γνωστοί
Και τους κοιτάζω με τα δυο φτερά κομμένα
|
Mikró pedí stin próti táksi
Ke to thimáme san ke tóra
Mu ‘pe i mamá mu «tha ise entáksi
Kápote ftáni aftí i óra
áse to chéri mu ke móni su prochóra
Ήrth’ i stigmí kápio spurgiti na petáksi»
To `ksera pos o uranós
De tha me chórage eména
Ke cháthika mes sta pediá
Gia na min párun mirodiá
Pos ke ta dio mu ta fterá ítan komména
Ki írthe i kardiá na me didáksi
To paramíthi pos telióni
Mu `pe min kles tha ise entáksi
Ine kakó na ménis móni
Έna spurgiti den antéchi tóso chióni
M’ álla spurgitia mia foliá prépi na ftiáksi»
Ki íksera pos o uranós
De tha me chórage eména
Ki ítan i sképsi mu sostí
Petáne fíli ke gnosti
Ke tus kitázo me ta dio fterá komména
|