Το τέλος μου εσήμανε
μια θλιβερή καμπάνα,
μα εγώ κι αν φύγω απ’ τη ζωή
που με βασάνισε πολύ,
να μη με κλάψεις μάνα.
Ο φτωχός, ο φτωχός όταν πεθαίνει,
τότε μόνο, τότε μόνο ξαποσταίνει.
Η φτώχια είναι αβάσταχτη
κι απ’ την καρδιά μου τρώει,
χαρά δε μου ‘δωσε στιγμή
και μου ‘χει κάνει τη ζωή
πικρή σαν μοιρολόι.
Ο φτωχός, ο φτωχός όταν πεθαίνει,
τότε μόνο, τότε μόνο ξαποσταίνει.
Το τέλος μου εσήμανε,
τα σήμαντρα χτυπήσαν,
για μένα πίκρες και καημοί,
βάσανα κι αναστεναγμοί,
για πάντα, τώρα σβήσαν.
Ο φτωχός, ο φτωχός όταν πεθαίνει,
τότε μόνο, τότε μόνο ξαποσταίνει.
|
To télos mu esímane
mia thliverí kabána,
ma egó ki an fígo ap’ ti zoí
pu me vasánise polí,
na mi me klápsis mána.
O ftochós, o ftochós ótan petheni,
tóte móno, tóte móno ksaposteni.
I ftóchia ine avástachti
ki ap’ tin kardiá mu trói,
chará de mu ‘dose stigmí
ke mu ‘chi káni ti zoí
pikrí san mirolói.
O ftochós, o ftochós ótan petheni,
tóte móno, tóte móno ksaposteni.
To télos mu esímane,
ta símantra chtipísan,
gia ména píkres ke kaimi,
vásana ki anastenagmi,
gia pánta, tóra svísan.
O ftochós, o ftochós ótan petheni,
tóte móno, tóte móno ksaposteni.
|