Ποθούσα να δω τα πρόσωπα του ήλιου
πίσω απ’ τις πατημασιές μου στη θάλασσα
σηκωνόταν τότε δυνατός αέρας
κι έσπαγε τον ήλιο σε χρυσά κομμάτια
και τα πόδια μου άνοιγαν κόκκινες πληγές.
Ώσπου να μάθω το νερό
έχασα τον εαυτό μου
κι ώσπου να βρω τον ίσκιο μου
έφευγαν οι μέρες
|
Pothusa na do ta prósopa tu íliu
píso ap’ tis patimasiés mu sti thálassa
sikonótan tóte dinatós aéras
ki éspage ton ílio se chrisá kommátia
ke ta pódia mu ánigan kókkines pligés.
Ώspu na mátho to neró
échasa ton eaftó mu
ki óspu na vro ton ískio mu
éfevgan i méres
|