Ποτέ δεν αντιστάθηκαν
μα κάποτε αισθάνθηκαν
πως στένεψε ο χώρος.
Κι αφού τα εξοστράκισαν,
τα ρούχα επαναστάτησαν
να μην τα φάει ο σκόρος.
Απ’ τις ντουλάπες βγήκανε,
στους δρόμους κατεβήκανε
με γιούπι για και γιούχα,
βιτρίνες λεηλάτησαν,
την πόλη μας κατάντησαν
μια πόλη άδεια ρούχα.
Με γιούπι γιούπι γιούπι για
και γιούχα γιούχα γιούχα χα,
απ’ τις ντουλάπες βγήκανε,
στους δρόμους κατεβήκανε
Κουστούμια και φορέματα
απ τα γαλαζοαίματα,
παρέα μ’ όλα τ’ άλλα,
μπλουζάκια και πουκάμισα
και παντελόνια ανάμεσα
αφήσαν την κρεμάλα.
Ανάψαν στα μπατζάκια μας
φωτιά τα ρουχαλάκια μας
και στην παραφροσύνη,
απ’ το καινούργιο στέκι τους,
και τα παλτά απ’ την τσέπη τους
μας ρίχνουν ναφθαλίνη.
Mε γιούπι γιούπι γιούπι για
και γιούχα γιούχα γιούχα χα,
ανάψαν στα πατζάκια μας
φωτιά τα ρουχαλάκια μας
Σσσσσσσσ!!! Η ρόμπα!!!
Από μια άκρη κοίταγε
και θυμωμένη ζήταγε
εκδίκηση η ρόμπα.
Σε μάτια αδιάκριτα,
στη φόρα βγάζει τ άπλυτα
και τότε σκάει η μπόμπα.
Βόμβα;
|
Poté den antistáthikan
ma kápote esthánthikan
pos sténepse o chóros.
Ki afu ta eksostrákisan,
ta rucha epanastátisan
na min ta fái o skóros.
Ap’ tis ntulápes vgíkane,
stus drómus katevíkane
me giupi gia ke giucha,
vitrínes leilátisan,
tin póli mas katántisan
mia póli ádia rucha.
Me giupi giupi giupi gia
ke giucha giucha giucha cha,
ap’ tis ntulápes vgíkane,
stus drómus katevíkane
Kustumia ke forémata
ap ta galazoemata,
paréa m’ óla t’ álla,
bluzákia ke pukámisa
ke pantelónia anámesa
afísan tin kremála.
Anápsan sta batzákia mas
fotiá ta ruchalákia mas
ke stin parafrosíni,
ap’ to kenurgio stéki tus,
ke ta paltá ap’ tin tsépi tus
mas ríchnun nafthalíni.
Me giupi giupi giupi gia
ke giucha giucha giucha cha,
anápsan sta patzákia mas
fotiá ta ruchalákia mas
Ssssssss!!! I róba!!!
Apó mia ákri kitage
ke thimoméni zítage
ekdíkisi i róba.
Se mátia adiákrita,
sti fóra vgázi t áplita
ke tóte skái i bóba.
Oómva;
|