Σαββατόβραδα βουλιάζω,
σαν καράβι από χαρτί,
σ’ ένα ρούχο σου γαλάζιο
και πελώρια γιατί.
Σαββατόβραδα θ’ανάψει
η απέναντι γιορτή.
Θα φοβάμαι μη χαράξει
στις κουρτίνες Κυριακή.
Τα σαββατοκύριακα μου είναι ένα μαρτύριο,
το ποτό και η μοναξιά μου σκέτο δηλητήριο.
Τα σαββατοκύριακα μου δεν τα καταδέχεσαι.
Ξέρεις τα αισθήματά μου, μα ποτέ δεν έρχεσαι.
Σαββατόβραδα στα κρύα
θα σε ψάχνω του βυθού.
Είχε το φιλί μαγεία,
λάμψη του παραμυθιού.
Σαββατόβραδο, σαν ψέμα,
όσες ήπιαμε στιγμές,
συνηθίζω μ’ άλλο βλέμμα
μέρες καθημερινές.
Τα σαββατοκύριακα μου είναι ένα μαρτύριο,
το ποτό και η μοναξιά μου σκέτο δηλητήριο.
Τα σαββατοκύριακα μου δεν τα καταδέχεσαι.
Ξέρεις τα αισθήματά μου, μα ποτέ δεν έρχεσαι.
Τις υπόλοιπές μου ημέρες, ανταλλάσσω καλημέρες.
Έχω εξόδους, συζητήσεις, στα ρηχά περιπλανήσεις,
στη δουλειά υπερωρίες και καινούργιες εμπειρίες,
Μα βέλη στην καρδιά μου τα σαββατοκύριακά μου.
Τα σαββατοκύριακα μου είναι ένα μαρτύριο,
το ποτό και η μοναξιά μου σκέτο δηλητήριο.
Τα σαββατοκύριακα μου δεν τα καταδέχεσαι.
Ξέρεις τα αισθήματά μου, μα ποτέ δεν έρχεσαι.
|
Savvatóvrada vuliázo,
san karávi apó chartí,
s’ éna rucho su galázio
ke pelória giatí.
Savvatóvrada th’anápsi
i apénanti giortí.
Tha fováme mi charáksi
stis kurtínes Kiriakí.
Ta savvatokíriaka mu ine éna martírio,
to potó ke i monaksiá mu skéto dilitírio.
Ta savvatokíriaka mu den ta katadéchese.
Kséris ta esthímatá mu, ma poté den érchese.
Savvatóvrada sta kría
tha se psáchno tu vithu.
Iche to filí magia,
lámpsi tu paramithiu.
Savvatóvrado, san pséma,
óses ípiame stigmés,
sinithízo m’ állo vlémma
méres kathimerinés.
Ta savvatokíriaka mu ine éna martírio,
to potó ke i monaksiá mu skéto dilitírio.
Ta savvatokíriaka mu den ta katadéchese.
Kséris ta esthímatá mu, ma poté den érchese.
Tis ipólipés mu iméres, antallásso kaliméres.
Έcho eksódus, sizitísis, sta richá periplanísis,
sti duliá iperoríes ke kenurgies ebiríes,
Ma véli stin kardiá mu ta savvatokíriaká mu.
Ta savvatokíriaka mu ine éna martírio,
to potó ke i monaksiá mu skéto dilitírio.
Ta savvatokíriaka mu den ta katadéchese.
Kséris ta esthímatá mu, ma poté den érchese.
|