Πρώτα θ΄ ανοίξουµε τα σπίτια µας στους άλλους
Και το τραπέζι θα χωρέσει πιο πολλούς
Όσους γελάστηκαν από σβησµένους φάρους
Όσους γεννήσανε παιδιά χωρίς γονιούς
Πρώτα θα δώσουµε φωτιά για να στεγνώσουν
Και έναν ήλιο να γλυκαίνει τον καιρό
Οι αγκαλιές ξανά τη θάλασσα θα στρώσουν
Και θα µαζέψουµε τα ρούχα απ΄ το νερό
Υπάρχουν µέρες που δε φτάνουνε στο βράδυ
Υπάρχουν δρόµοι που αν τους πάρεις σε ξεχνούν
Υπάρχουν χέρια που δε φτάνουνε στο χάδι
Ζητάνε µόνο χέρια για να κρατηθούν
Πρώτα θα νιώσουµε το αλάτι µες’ στο αίµα
Κι αυτή την πέτρα που ανεβαίνει στο λαιµό
Δική µας τύχη ό,τι τύχει στον καθένα
Δικοί µας ξένοι όσοι ‘φτάσαν ως εδώ.
|
Próta th΄ aniksuµe ta spítia µas stus állus
Ke to trapézi tha chorési pio pollus
Όsus gelástikan apó svisµénus fárus
Όsus gennísane pediá chorís gonius
Próta tha dósuµe fotiá gia na stegnósun
Ke énan ílio na glikeni ton keró
I agkaliés ksaná ti thálassa tha strósun
Ke tha µazépsuµe ta rucha ap΄ to neró
Ipárchun µéres pu de ftánune sto vrádi
Ipárchun dróµi pu an tus páris se ksechnun
Ipárchun chéria pu de ftánune sto chádi
Zitáne µóno chéria gia na kratithun
Próta tha niósuµe to aláti µes’ sto eµa
Ki aftí tin pétra pu aneveni sto leµó
Dikí µas tíchi ó,ti tíchi ston kathéna
Diki µas kséni ósi ‘ftásan os edó.
|