Ξύπνησε μες στα στήθια μου
ένα ζεστό αεράκι
κι είπα να πάρω τα βουνά
μ’ έπιασε το μεράκι.
Ανέβηκα στον Όλυμπο
και κοίταξα μακριά:
της Ήρας τα αρώματα,
του Δία τα καμώματα,
όλα στρωμένα στις κορυφές,
κρίνα, στολίδια κι ευωδιές.
Ψυχή ησυχία για να βρεις
πρέπει πολύ να παιδευτείς,
σαν να πληρώνεις τον καιρό,
με πόνο και με στεναγμό.
Χαμήλωσα τα μάτια μου,
με πήρε η κατηφόρα
μες στην Αθήνα βρέθηκα
και τη βουή βαρέθηκα,
αμάξια με τυλίξανε
και οι καπνοί με πνίξανε.
Μα εγώ θα `ρθω και θα σε βρω
μες στο δικό σου κόσμο,
τα θαύματα που πίστεψα,
τα χρόνια που αχρήστεψα,
όλα θ’ αλλάξουν ξαφνικά,
σαν έργο μες στο σινεμά.
|
Ksípnise mes sta stíthia mu
éna zestó aeráki
ki ipa na páro ta vuná
m’ épiase to meráki.
Anévika ston Όlibo
ke kitaksa makriá:
tis Ήras ta arómata,
tu Día ta kamómata,
óla stroména stis korifés,
krína, stolídia ki evodiés.
Psichí isichía gia na vris
prépi polí na pedeftis,
san na plirónis ton keró,
me póno ke me stenagmó.
Chamílosa ta mátia mu,
me píre i katifóra
mes stin Athína vréthika
ke ti vuí varéthika,
amáksia me tilíksane
ke i kapni me pníksane.
Ma egó tha `rtho ke tha se vro
mes sto dikó su kósmo,
ta thafmata pu pístepsa,
ta chrónia pu achrístepsa,
óla th’ alláksun ksafniká,
san érgo mes sto sinemá.
|