Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά: ” ποτέ πια ” !
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά.
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά.
Για όλα αυτά που ζήσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Τις ώρες που δακρύσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
|
I gineka pu diávaze piímata
stekótane kontá sti fotiá
ke dio mavra puliá tis férnan minímata
apó mia agápi paliá: ” poté pia ” !
I gineka pu miluse sta kímata
chóreve se mia akrogialiá
éna vals maniasméno me litá ta malliá
ke prochórise sta vathiá.
I gineka pu éskave mnímata
ke den iche miliá
kituse ton thánato san mia agápi paliá
ke psithírize me mátia svistá.
Gia óla aftá pu zísame, móni me tus mónus
mirázontas tus pónus.
Tis óres pu dakrísame, móni me tus mónus
mirázontas tus pónus.
|