Έρημη πόλη, ταξιδιώτης εγώ
στις γραμμές ενός τραίνου που θέλει στο αύριο να φτάσει.
Άστεγα όνειρα, μου παίζουν κρυφτό,
στην αντίπερα όχθη δύο άγγελοι μ’ έχουν περάσει.
Δεν ήρθα εδώ να φωνάζω με σημαίες και ζήτω,
ψάχνω να βρω υλικό για το δικό μου το μύθο,
λόγια σκληρά, που θ’ ανάψουν φωτιές και θα κάψουν,
ότι με θέλει ως τώρα νεκρό ζωντανό.
Νόμοι αγύρτες οδηγούν στο χαμό,
το τιμόνι του πλοίου κυβερνούν μεθυσμένοι διαβόλοι,
και στης Ιθάκης τον γλυκό πηγαιμό
να μου βάλουν δεσμά και εμπόδια θέλησαν όλοι.
Δεν ήρθα εδώ να φωνάζω με σημαίες και ζήτω,
ψάχνω να βρω υλικό για το δικό μου το μύθο
λόγια σκληρά που θ’ ανάψουν φωτιές και θα κάψουν
ότι με θέλει ως τώρα νεκρό ζωντανό.
Διάλεξε χρώμα μου λέει μια φωνή
και σκασμός, τσιμουδιά, μην τυχόν και ξυπνήσει η Πατρίδα.
Κλείνω τ’ αυτιά μου και σηκώνω πανί
μ’ ένα σκύλο πιστό συντροφιά και την ελπίδα πυξίδα.
Δεν ήρθα εδώ να φωνάζω με σημαίες και ζήτω,
ψάχνω να βρω υλικό για το δικό μου το μύθο
λόγια σκληρά που θ’ ανάψουν φωτιές και θα κάψουν
ότι με θέλει ως τώρα νεκρό ζωντανό.
|
Έrimi póli, taksidiótis egó
stis grammés enós trenu pu théli sto avrio na ftási.
Άstega ónira, mu pezun kriftó,
stin antípera óchthi dío ángeli m’ échun perási.
Den írtha edó na fonázo me simees ke zíto,
psáchno na vro ilikó gia to dikó mu to mítho,
lógia sklirá, pu th’ anápsun fotiés ke tha kápsun,
óti me théli os tóra nekró zontanó.
Nómi agirtes odigun sto chamó,
to timóni tu pliu kivernun methisméni diavóli,
ke stis Ithákis ton glikó pigemó
na mu válun desmá ke ebódia thélisan óli.
Den írtha edó na fonázo me simees ke zíto,
psáchno na vro ilikó gia to dikó mu to mítho
lógia sklirá pu th’ anápsun fotiés ke tha kápsun
óti me théli os tóra nekró zontanó.
Diálekse chróma mu léi mia foní
ke skasmós, tsimudiá, min tichón ke ksipnísi i Patrída.
Klino t’ aftiá mu ke sikóno paní
m’ éna skílo pistó sintrofiá ke tin elpída piksída.
Den írtha edó na fonázo me simees ke zíto,
psáchno na vro ilikó gia to dikó mu to mítho
lógia sklirá pu th’ anápsun fotiés ke tha kápsun
óti me théli os tóra nekró zontanó.
|