Ξυπνάς και του καθρέφτη τη λίμνη αναταράζεις
ζαρκάδια ξαφνιασμένα θα πεταχτούν
θα φύγουν για τα δάση κι από το είδωλό σου
θα λείπουνε τα μάτια και η φωτιά
Θα ψάξεις τους δικούς σου τυφλός και τρομαγμένος
Ήρθε ο καιρός να μάθεις ποιοι σ’ αγαπούν
μα η πόλη είν’ άδεια κι ο μάντης Τειρεσίας
θ’ αφήσει τον χρησμό του στην ξένη γη, σε ξένη γη
Τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει
πως πίνει απ’ το πηγάδι το σκοτεινό
που ότι τον κατατρώει ανάγκη το `χει κάνει
ή στην αυλή το κρύβει να ξεχαστεί
Την ώρα αυτή στον κάμπο, ομίχλη κατεβαίνει
τα σκιάχτρα, τα κουρέλια θα φοβηθεί
τρέξε να ψηλαφήσεις την πλάση, ακριβέ μου
το μπράτσο της απλώνει να κρατηθείς, να κρατηθείς
|
Ksipnás ke tu kathréfti ti límni anatarázis
zarkádia ksafniasména tha petachtun
tha fígun gia ta dási ki apó to idoló su
tha lipune ta mátia ke i fotiá
Tha psáksis tus dikus su tiflós ke tromagménos
Ήrthe o kerós na máthis pii s’ agapun
ma i póli in’ ádia ki o mántis Tiresías
th’ afísi ton chrismó tu stin kséni gi, se kséni gi
Tiflós ine ki ekinos pu káni óti den kséri
pos píni ap’ to pigádi to skotinó
pu óti ton katatrói anágki to `chi káni
í stin avlí to krívi na ksechasti
Tin óra aftí ston kábo, omíchli kateveni
ta skiáchtra, ta kurélia tha fovithi
trékse na psilafísis tin plási, akrivé mu
to brátso tis aplóni na kratithis, na kratithis
|