Ένα γράμμα για το δόλιο του πατέρα
για τη μάνα του που λιώνει από καημό
τα όνειρά του όλα τα σκόρπισε μια σφαίρα
ήταν μόνο, μόνο είκοσι χρονών
Ήταν τέλη καλοκαιριού, ημέρα αποφράδα
και στον αέρα ακούστηκε το ζήτω η Ελλάδα
Το σώμα του παλικαριού σωριάστηκε στο χώμα
μα η ψυχή του ελεύθερη εδώ πλανιέται ακόμα
Το ‘χε πια από καιρό αποφασίσει
η ζωή του γκρίζος ουρανός
τη στερνή του την πνοή ήταν ν’ αφήσει
μα η καρδιά του βράχος ήτανε σωστός
Ήταν τέλη καλοκαιριού, ημέρα αποφράδα
και στον αέρα ακούστηκε το ζήτω η Ελλάδα
Το σώμα του παλικαριού σωριάστηκε στο χώμα
μα η ψυχή του ελεύθερη εδώ πλανιέται ακόμα
|
Έna grámma gia to dólio tu patéra
gia ti mána tu pu lióni apó kaimó
ta ónirá tu óla ta skórpise mia sfera
ítan móno, móno ikosi chronón
Ήtan téli kalokeriu, iméra apofráda
ke ston aéra akustike to zíto i Elláda
To sóma tu palikariu soriástike sto chóma
ma i psichí tu eleftheri edó planiéte akóma
To ‘che pia apó keró apofasísi
i zoí tu gkrízos uranós
ti sterní tu tin pnoí ítan n’ afísi
ma i kardiá tu vráchos ítane sostós
Ήtan téli kalokeriu, iméra apofráda
ke ston aéra akustike to zíto i Elláda
To sóma tu palikariu soriástike sto chóma
ma i psichí tu eleftheri edó planiéte akóma
|